ξεβρακώνω

ξεβρακώνω
ξεβράκωσα, ξεβρακώθηκα, ξεβρακωμένος
1. μτβ., αφαιρώ το βρακί κάποιου.
2. μτφ., αποκαλύπτω το κακό ποιόν κάποιου, διασύρω, εξευτελίζω.
3. το μέσ., ξεβρακώνομαι μτφ., αποκαλύπτω μυστικό μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεβρακώνω — ξεβρακώνω, ξεβράκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεβρακώνω — 1. βγάζω το βρακί κάποιου 2. αποκαλύπτω τον άσχημο χαρακτήρα ή τις κακές πράξεις κάποιου, ξεσκεπάζω 3. εξευτελίζω, προσβάλλω («με αυτά που μού είπε μέ ξεβράκωσε») 4. (το παθ.) ξεβρακώνομαι υποκύπτω, υποχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βρακώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεβράκωτος — η, ο [ξεβρακώνω] 1. αυτός που δεν φορά βρακί, περισκελίδα 2. μτφ. πολύ φτωχός 3. ρακένδυτος, κουρελής 4. το θηλ. ως ουσ. η ξεβράκωτη η χωρίς προίκα 5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεβράκωτοι τα πλήθη τών φτωχών στρωμάτων που πήραν μέρος στη Γαλλική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”